- τρυγίῃ
- τρυγίαleesfem dat sg (epic ionic)τρυγίαςfull of leesmasc dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρυγίη — τρυγία lees fem nom/voc sg (epic ionic) τρυγίας full of lees masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγία — η, ΝΜΑ, και τρυγιά Ν, και ιων. τ. τρυγίη Α [τρύξ, τρυγός] το κατακάθι τού κρασιού, τρύξ* νεοελλ. 1. ιατρ. σκληρή εναπόθεση στα δόντια, η οποία εμφανίζεται στερεά προσκολλημένη κυρίως στις γλωσσικές επιφάνειες τών τομέων, τών κυνοδόντων και τών… … Dictionary of Greek